Προς την αγαπημένη μου μητέρα
Αυτή την ανάρτηση, την αποφασίσαμε μαζί με τα παιδιά, θέλοντας να στείλουμε ένα μήνυμα αγάπης, στις μανούλες, αλλά να τους κάνουμε και μια ευχάριστη έκπληξη, για την ημέρα της γιορτής τους…..
Χρόνια πολλά στις αγαπημένες μας μανούλες
Ο σημαντικός ρόλος της γυναίκας ως μητέρα, αναγνωριζόταν από την αρχαιότητα στην Ελλάδα. Η Ελληνίδα μάνα, υπήρξε το σύμβολο και η δύναμη που έγραψε ιστορία. Ήταν η ηρωίδα μητέρα, που έστελνε το παιδί της για τη νίκη ή το θάνατο, στους αγώνες για την ελευθερία. Υμνήθηκε και αγαπήθηκε τόσο από τη λογοτεχνία, όσο και από τη θρησκεία (Παναγία).
Ο σημαντικός ρόλος της γυναίκας ως μητέρα, αναγνωριζόταν από την αρχαιότητα στην Ελλάδα. Η Ελληνίδα μάνα, υπήρξε το σύμβολο και η δύναμη που έγραψε ιστορία. Ήταν η ηρωίδα μητέρα, που έστελνε το παιδί της για τη νίκη ή το θάνατο, στους αγώνες για την ελευθερία. Υμνήθηκε και αγαπήθηκε τόσο από τη λογοτεχνία, όσο και από τη θρησκεία (Παναγία).
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ ύστερα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Κώστας Βάρναλης, Οι πόνοι της Παναγιάς
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ ύστερα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Κώστας Βάρναλης, Οι πόνοι της Παναγιάς
“Mάνα! Δε βρίσκεται λέξη καμία να ‘χει στον ήχο της τόση αρμονία“
Γεράσιμος Μαρκοράς
Γεράσιμος Μαρκοράς
“Κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για δέκα ζωές, και πάλι κάτι θα περισσέψει που να το ανακράξεις σε στιγμή μεγάλου κινδύνου”
Οδυσσέας Ελύτης
Οδυσσέας Ελύτης
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ “ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ”
Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο· καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σα να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσε πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου· δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
-Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: “Αλήθεια λες;” και χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σα να ‘χε κατέβει από τον Παράδεισο, σα να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της -από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού.
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σα να ‘χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.
Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο· καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σα να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσε πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου· δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
-Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: “Αλήθεια λες;” και χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σα να ‘χε κατέβει από τον Παράδεισο, σα να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της -από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού.
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σα να ‘χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.
Η δεύτερη Κυριακή του Μάη, που καθιερώθηκε σαν εθνική γιορτή της μητέρας στις ΗΠΑ οφείλεται στην έμπνευση μιας γυναίκας από την Φιλαδέλφεια της Ana Jarvis. Η Ana Jarvis, θέλοντας να τιμήσει τη μνήμη της μητέρας της, ξεκίνησε το 1907 μια εκστρατεία, για να καθιερωθεί μια επίσημη γιορτή της μητέρας. Η προσπάθειά της είχε απήχηση και η γιορτή της μητέρας έγινε επίσημα εθνική γιορτή των ΗΠΑ, το 1914 με προεδρικό διάταγμα, που όριζε την δεύτερη Κυριακή του Μάη, σαν ημέρα της μητέρας. Από τότε έχει καθιερωθεί και εφαρμόζεται και στην Ελλάδα.